περικεφαλαία

περικεφαλαία
περικεφαλαία, ας, ἡ (Aeneas Tact. 1376; Philo Mech. 93, 46; Polyb. 3, 71, 4; 6, 23, 8; Diod S 14, 43, 2; SIG 958, 29 [III B.C.]; PPetr III, 140a, 3 [III B.C.]; LXX; Jos., Ant. 6, 184) helmet in our lit. only in imagery, in which Christian virtues are compared to pieces of armor ἡ πίστις ὡς περικεφαλαία IPol 6:2. ἡ π. τοῦ σωτηρίου the helmet of salvation Eph 6:17 (after Is 59:17). Sim. ἐνδυσάμενοι περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας 1 Th 5:8.—B. 1401. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περικεφαλαία — περικεφαλαίᾱ , περικεφάλαιος round the head fem nom/voc/acc dual περικεφαλαίᾱ , περικεφάλαιος round the head fem nom/voc sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱ , περικεφαλαία fem nom/voc/acc dual περικεφαλαίᾱ , περικεφαλαία fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαίᾳ — περικεφαλαίᾱͅ , περικεφάλαιος round the head fem dat sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱͅ , περικεφαλαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… …   Dictionary of Greek

  • περικεφαλαία — η πολεμικό κάλυμμα της κεφαλής στους αρχαίους, σημ. κράνος, το. Φρ., «Βλάκας με περικεφαλαία», βλάκας σε μεγάλο βαθμό, ώστε να είναι ευδιάκριτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περικεφάλαια — περικεφάλαιος round the head neut nom/voc/acc pl περικεφαλαία neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαίας — περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος round the head fem acc pl περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος round the head fem gen sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία fem acc pl περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… …   Dictionary of Greek

  • περικεφαλαίαι — περικεφαλαίᾱͅ , περικεφάλαιος round the head fem dat sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱͅ , περικεφαλαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαίαν — περικεφαλαίᾱν , περικεφάλαιος round the head fem acc sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱν , περικεφαλαία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαιῶν — περικεφαλαία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαῖαι — περικεφαλαία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”